Die Sonne. Ζόνε. Βραχύ το “ο”. Και στρογγυλό το στόμα. Έτσι μας λέει να προφέρουμε τον ήλιο ο Μπόρις, ο δάσκαλος φωνητικής. Κι εγώ κάνω εξάσκηση περπατώντας το πρωί στην Bergmannstraße. Κάθε κάθετος που συναντώ και μία λαμπερή λωρίδα φωτός. Ο ήλιος βγήκε μετά από πολλές μέρες, για λίγο, μέσα από την ομίχλη. Και σε κάθε κάθετο δρόμο, στα πεζοδρόμια, άνθρωποι αγάλματα, ακίνητοι, που απλώς στέκονται και τον κοιτάνε. Ή έχουν τα μάτια κλειστά κι απλώς τον ρουφάνε. Σαν μαγνητισμένοι, σαν συνεννοημένοι: τα χέρια χαλαρά πεσμένα στο πλάι και το κεφάλι ελαφρώς σηκωμένο.
Δρόμος σημαίνει κίνηση και ένας εντελώς ακίνητος άνθρωπος, όπως και να το κάνεις, είναι μια παραφωνία. Μου ‘ρχονται στο μυαλό τα ζόμπι στις ταινίες, που στέκονται ακίνητα μέσα στο δρόμο μέχρι να μυρίσουν το ανθρώπινο κρέας και να αφηνιάσουν. Μου ‘ρχονται στο μυαλό και κάποιοι άλλοι, κάπου μακριά πια, τα κυριακάτικα απογεύματα, που στέκονται ακίνητοι μπροστά σε μια σημαία και ένα άγημα υποστολής της.
(Παλιότερα, αν έπρεπε να δώσω τον ορισμό της θλιβερής γραφικής επαρχιακής πόλης, θα ήταν αυτή η εικόνα: οι περαστικοί σε στάση προσοχής στην πλατεία τις Κυριακές, η στρατιωτική μπάντα που παίζει τον εθνικό ύμνο, η σημαία που κατεβαίνει. Τώρα όμως, τώρα, που περαστικοί συνοδεύουν τη μπάντα τραγουδώντας τον εθνικό ύμνο -σαν μαγνητισμένοι, σαν συνεννοημένοι: κεφάλι ελαφρώς σηκωμένο, χέρια σφιγμένα στο πλάι- τώρα δεν είναι απλώς θλιβερή γραφική επαρχία, είναι κάτι άλλο, κάτι αποκρουστικό.)
~~~~~
Ο Γιενς παίζει παιχνίδια ρόλων, RPG. Όχι στον υπολογιστή όμως, αλλά ζωντανά. Το παιχνίδι διαδραματίζεται σε κάποιο τολκινικό σύμπαν και ο ίδιος είναι ξωτικό. Έχει ένα μακρύ ξύλινο ραβδί, που συμπληρώνει την αμφίεσή του, το οποίο σκάλισε ο ίδιος. Μαζεύονται όλοι οι παίχτες σε έρημες τοποθεσίες, σε δάση ή μεσαιωνικά κάστρα σ’ ένα παιχνίδι που εξελίσσεται χρόνια. Kάποια στιγμή είχε βαρεθεί και σε μία μάχη προσπάθησε να πεθάνει, αλλά ήρθε ένας μάγος και του έδωσε ζωή. Έτσι το ξωτικό ζει ακόμη- ευτυχώς, γιατί παίζει ακόμη.
Η Φούντα από την άλλη, μια κοπέλα στη δουλειά, μας έδειχνε όλη την εβδομάδα φωτογραφίες από το ροζ φόρεμα που θα φορούσε στον αρραβώνα της. Μας έλεγε πώς θα έκανε τα μαλλιά. Και πώς θα χόρευε. Σκέφτομαι ότι και η Φούντα, χωρίς να το συνειδητοποιεί, έπαιξε ένα ζωντανό RPG το βράδυ των αρραβώνων της, στο ρόλο της πριγκήπισσας. Αντί για ραβδί, είχε μια μικρή τιάρα.
Ο Γιενς και η Φούντα είναι δύο εντελώς, πέρα για πέρα όμως, διαφορετικοί άνθρωποι. Που για λίγο όμως, για ένα βράδυ, για ένα σαββατοκύριακο, θέλησαν να γίνουν κάτι άλλο. Μου άρεσε που ο Γιενς μου έδειξε με μια ντροπαλή περηφάνια το ραβδί του. Και που η Φούντα φρόντισε ειδικά για μας, να φέρει στον χωρίς αλκοόλ μουσουλμανικό αρραβώνα της μια ρετσίνα Μαλαματίνα- γύρευε που τη βρήκε. Είναι σαν και οι δύο να μοιράστηκαν το παραμύθι τους μαζί μου, να με βάλανε λίγο μέσα σ’ αυτό το κάτι άλλο, που δεν υπάρχει, αλλά που εκεί ένιωθαν όμορφοι.
~~~~
Σκέφτομαι μετά, ότι ένα απ’ όλα τα πράγματα που είναι η φτώχεια, είναι να μην μπορείς να γίνεις τίποτε διαφορετικό, τίποτε όμορφο, ούτε για ένα βράδυ.